βουβωνικός — ή, ό (Μ βουβωνικός, ή, όν, Α βουβωνιακός, ή, όν) [βουβών] αυτός που ανήκει στους βουβώνες ή αναφέρεται σ αυτούς («βουβωνικὴ χώρα», «βουβωνικὴ κήλη», «βουβωνικὸς πόρος», «βουβωνική πανώλης») μσν. φρ. «βουβωνικὸν πάθος» η πανούκλα … Dictionary of Greek
βουβώνες — Η περιοχή του σώματος που απλώνεται στο μήκος της βουβωνικής πτυχής, που σχηματίζεται με την κάμψη του μηρού προς την κοιλιά. βουβωνική πανώλη. Μορφή πανούκλας. Οφείλεται στο λεγόμενο πανωλικό βακτηρίδιο. Στον άνθρωπο μπορεί να μεταδοθεί κυρίως… … Dictionary of Greek
λαγονοβουβωνικός — ή, ό ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λαγόνες και στη βουβωνική χώρα ταυτόχρονα (α. «λαγονοβουβωνικές χώρες» β. «λαγονοβουβωνικό νεύρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγών, όνος + βουβωνικός. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
φαλλόπειος — α, ο, και φαλλοπιανός, ή, ό, Ν ανατ. φρ. α) «φαλλόπειος πόρος» ανατ. πόρος τού λιθοειδούς οστού, από τον οποίο διέρχεται ένα τμήμα τού προσωπικού νεύρου β) «φαλλόπειες σάλπιγγες» ανατ. οι ωαγωγοί, οι εκφορητικοί πόροι τών ωοθηκών γ) «φαλλόπειος… … Dictionary of Greek